γλίτζα

γλίτζα
γλίτζα, η και γλίτσα, η
1. τολίπος, η λίγδα.
2. λιπαρή ακαθαρσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γλίντζα — και γλίτζα, η (γλιντζιάρικος κ.λπ.) βλ. γλίτσα …   Dictionary of Greek

  • γλίτσα — και γλίντζα, γλίτζα, η 1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα* 2. λεκές από λίπος 3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά 4. «γλίτσα τής πέτρας» το φυτό ροκέλλη η φύκοψις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή τού σ σε τσ… …   Dictionary of Greek

  • γλιτζερός — γλιτζερός, ή, ό και γλιτσερός, ή, ό γεμάτος γλίτζα, βρόμικος: Το πεζοδρόμιο είναι γλιτσερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλιτζιάζω — γλίτζιασα, γλιτζιασμένος, και γλιτσιάζω γλίτσιασα, γλιτσιασμένος 1. έχω γλίτζα: Γλίτσιασε το κρέας. 2. είμαι λιγδιασμένος: Γλίτζιασαν τα χέρια μου από τα λάδια της μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”